- νύμφευ'
- νύμφευε , νυμφεύωgive in marriagepres imperat act 2nd sgνύμφευε , νυμφεύωgive in marriageimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φυγαδευτήριος — ία, ον, Α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε φυγαδεῖον* 2. το ουδ. ως ουσ. βλ. φυγαδευτήριον.[ΕΤΥΜΟΛ. < φυγαδεύω + κατάλ. τήριος (πρβλ. νυμφευ τήριος)] … Dictionary of Greek